E-SHOP

Γεωργίου Αληφαντή-Κεφάλαιο κίνησης-Μέρος Α’

Α. Κεφάλαια και περιουσιακά στοιχεία επιχειρήσεων

  1. Ανάγκη των επιχειρήσεων σε κεφάλαια

Οι επιχειρήσεις ιδρύονται από ορισμένα πρόσωπα (φυσικά, νομικά, Δημόσιο) με ένα συγκεκριμένο σκοπό. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, μέσω της κυρίας εκμετάλλευσής τους να πετύχουν το κέρδος, ενώ οι δημόσιες επιχειρήσεις να καλύψουν κοινωνικές ανάγκες (υγείας, παιδείας, κ.α.).

Οι επιχειρήσεις, για να πετύχουν το σκοπό τους, έχουν ανάγκη από κεφάλαια. Για το λόγο αυτό τα άνω πρόσωπα (μέτοχοι, εταίροι κ.λ.π.) εισφέρουν στην επιχείρηση κεφάλαια τα οποία ονομάζονται «ίδια κεφάλαια»της επιχείρησης. Επίσης οι επιχειρήσεις, κατά τη διάρκεια της ζωής τους λαμβάνουν δάνεια από τράπεζες και πιστώσεις από τρίτους (προμηθευτές, Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία, πιστωτές, κ.α. ). Τα οφειλόμενα ποσά των άνω δανείων και των πιστώσεων ονομάζονται «ξένα κεφάλαια» της επιχείρησης.

Οι άνω επιχειρήσεις, για να πετύχουν το σκοπό τους, το σύνολο των κεφαλαίων τους (ίδιων και ξένων), τα επενδύουν σε πάγια περιουσιακά στοιχεία και σε κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία. Εάν από τη κυκλοφορία αυτή των κεφαλαίων προκύπτει κέρδος τότε από το κέρδος αυτό αφαιρείτε η αμοιβή (ο τόκος) που λαμβάνουν οι τρίτοι για το δανεισμό στην επιχείρηση των κεφαλαίων τους, και το υπόλοιπο, μετά τη φορολογία, προσαυξάνει τα ίδια κεφάλαια.

Στην πράξη λαμβάνονται υπόψη οι παρακάτω αριθμοδείκτες για τη μέτρηση της αποδοτικότητας της επιχείρησης:

α) Συνολική αποδοτικότητα επιχείρησης[2]

(Καθαρά κέρδη+Τόκοι έξοδα-Φόροι νομικού προσώπου-Αμοιβές από τα κέρδη)/Συνολικό κεφάλαιο (ή συνολικό ενεργητικό)

Η αποδοτικότητα του συνόλου των κεφαλαίων μιας επιχείρησης είναι διεθνώς γνωστή και ως αποδοτικότητα του συνόλου του ενεργητικού[3]

β) Συνολική αποδοτικότητα ιδίου κεφαλαίου[4]

(Καθαρά κέρδη-Φόροι νομικού προσώπου-Αμοιβές από τα κέρδη))/(Ίδια κεφάλαια)

Η σύγκριση της αποδοτικότητας του ιδίου κεφαλαίου με την αποδοτικότητα της επιχείρησης ή του συνολικού κεφαλαίου δείχνει εάν υπό τις υφιστάμενες συνθήκες, η λήψη του ξένου κεφαλαίου υπήρξε επωφελής.

Αντιθέτως, εάν προκύπτει ζημία, η οποία είναι προσαυξημένη και με το τόκο που λαμβάνουν οι τρίτοι λόγω του δανεισμού των κεφαλαίων τους, τότε με το ποσό της συνολικής ζημίας μειώνονται τα ίδια κεφάλαια.

Πιο συγκεκριμένα: κάθε επιχείρηση ιδρύεται έχοντας ένα συγκεκριμένο αντικείμενο εργασιών π.χ. πώληση ενδυμάτων, παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων κ.λ.π.

Κατά την ίδρυση της επιχείρησης , οι ιδρυτές ( μέτοχοι, εταίροι, κ.α.) καταβάλουν το αρχικό κεφάλαιο το οποίο, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, είναι με μετρητά. Επομένως, ο αρχικός ισολογισμός περιλαμβάνει στο ενεργητικό μόνο διαθέσιμα.

Στη συνέχεια τα διαθέσιμα χρησιμοποιούνται για επενδύσεις σε πάγια περιουσιακά στοιχεία και σε κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία (ή κύκλος εκμετάλλευσης).

Στην έννοια των παγίων περιουσιακών στοιχείων περιλαμβάνονται το σύνολο των αγαθών, αξιών και δικαιωμάτων, τα οποία προορίζονται να παραμείνουν μακροχρόνια και με την ίδια μορφή, στην οικονομική μονάδα, δηλαδή τα ενσώματα πάγια περιουσιακά στοιχεία (γήπεδα, κτίρια, μηχανήματα, μεταφορικά μέσα, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, έπιπλα, κ.α.), οι ασώματες ακινητοποιήσεις (διπλώματα ευρεσιτεχνίας, άδειες παραγωγής, σήματα, μέθοδοι παραγωγής δικαιώματα εκμετάλλευσης, υπεραξία επιχείρησης κ.α.) καθώς και οι μακροπρόθεσμες απαιτήσεις

Στην έννοια των κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων περιλαμβάνονται τα αποθέματα, οι απαιτήσεις (εκτός από το ποσό της κατηγορίας «κεφάλαιο εισπρακτέο τη επόμενη χρήση») , τα χρεόγραφα, τα διαθέσιμα και «οι μεταβατικοί λογαριασμοί του ενεργητικού»[5].

Τα κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία προκύπτουν από τη διάθεση των διαθεσίμων της επιχείρησης ως εξής:

α) Από τις βιομηχανίες για την αγορά πρώτων υλών, πληρωμής εργατικών και λοιπών εξόδων παραγωγής των ετοίμων προϊόντων τα οποία, έτοιμα προϊόντα, στη συνέχεια, πωλούνται με πίστωση στους πελάτες με αποτέλεσμα να δημιουργούνται απαιτήσεις πελατών. Με τη σειρά τους οι απαιτήσεις θα εισπραχθούν και θα μετατραπούν σε διαθέσιμα.

β) Από τις εμπορικές επιχειρήσεις για την αγορά εμπορευμάτων τα οποία, στη συνέχεια, πωλούνται με πίστωση στους πελάτες με αποτέλεσμα να δημιουργούνται απαιτήσεις πελατών. Με τη σειρά τους οι απαιτήσεις θα εισπραχθούν και θα μετατραπούν σε διαθέσιμα.

γ) Από τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών για την πληρωμή μισθών σε συμβούλους για να προσφέρουν υπηρεσίες με πίστωση στους πελάτες με αποτέλεσμα να δημιουργούνται απαιτήσεις πελατών. Με τη σειρά τους οι απαιτήσεις θα εισπραχθούν και θα μετατραπούν σε διαθέσιμα.

δ) Επενδύσεις σε χρεόγραφα. Τα επιπλέον διαθέσιμα επενδύονται σε χρεόγραφα (μετοχές εταιρειών εισηγμένων στο χρηματιστήριο, ομόλογα και έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, προθεσμιακές τραπεζικές καταθέσεις), τα οποία ρευστοποιούνται σε μικρό χρονικό διάστημα.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, αλλά και από τις διατάξεις των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων (Ν. 4308/2014) η παραστατική απεικόνιση του κυκλοφορόντος ενεργητικού είναι η εξής :

ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ

ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ—–ΑΓΑΘΑ—–ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ—–ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ—–ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΕ ΧΡΕΟΓΡΑΦΑ

  1. Κατάταξη των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων

2.1 Διάκριση των στοιχείων του ενεργητικού

Τα άνω περιουσιακά στοιχεία κατατάσσονται στο ενεργητικό του ισολογισμού με βάσει το «βαθμό ρευστότητας», δηλαδή με τη ταχύτητα με την οποία μετατρέπονται σε χρήμα.

Η ταξινόμηση γίνεται κατά σειρά αύξουσας ρευστότητας.

Τα πάγια περιουσιακά στοιχεία (ή αλλιώς ακινητοποιήσεις) αποτελούν τα στοιχεία του ενεργητικού με το μικρότερο βαθμό ρευστότητας.

Τα κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία αποτελούν τα στοιχεία του ενεργητικού με το μεγαλύτερο βαθμό ρευστότητας ο οποίος βαθμός εξαρτάται από το είδος του κυκλοφορούντος περιουσιακού στοιχείου.

Τα κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία αποτελούνται από τις εξής αξίες:

  • Αξίες εκμεταλλεύσεως (ή αποθέματα) Περιλαμβάνονται τα εμπορεύματα των εμπορικών επιχειρήσεων και οι πρώτες ύλες , τα ημιέτοιμα και έτοιμα προϊόντα, καθώς και τα λοιπά αποθέματα των βιομηχανικών επιχειρήσεων.
  • Ρευστοποιήσιμες αξίες. Περιλαμβάνονται οι απαιτήσεις από πελάτες, χρεώστες, μεταχρονολογημένες επιταγές εισπρακτέες και λοιπές αξίες εισπρακτέες.
  • Διαθέσιμες αξίες . Στην έννοια των διαθέσιμων αξιών περιλαμβάνονται τα μετρητά του ταμείου και οι καταθέσεις σε τράπεζες όψεως και προθεσμίας.

Από τις άνω αξίες το μεγαλύτερο βαθμό ρευστότητας τον έχουν οι διαθέσιμες και το μικρότερο οι εκμεταλλεύσιμες (αποθέματα).

2.2 Διάκριση των κεφαλαίων στο παθητικό

Τα κεφάλαια των επιχειρήσεων διακρίνονται σε ίδια κεφάλαια και σε υποχρεώσεις.

Τα ίδια κεφάλαια αποτελούνται από το μετοχικό ή εταιρικό κεφάλαιο, τα διάφορα αποθεματικά (έκτακτα, αφορολόγητα) διαφορά από έκδοση μετοχών υπέρ το υπέρ το άρτιο, υπόλοιπο αποτελεσμάτων (κερδών ή ζημιών) εις νέον.

Οι υποχρεώσεις των επιχειρήσεων διακρίνονται σε βέβαιες και ενδεχόμενες υποχρεώσεις.

α) Ενδεχόμενες υποχρεώσεις είναι οι προβλέψεις. Πρόβλεψη (provision) είναι μια υποχρέωση σαφώς καθορισμένης φύσης η οποία κατά την ημερομηνία του ισολογισμού είναι περισσότερο πιθανό σε ποσοστό άνω του 50% να συμβεί από το να μη συμβεί ή βέβαιο ότι θα προκύψει αλλά είναι αβέβαιη ως προς το ποσό ή/και το χρόνο που θα προκύψει. Η πρόβλεψη αντιπροσωπεύει την βέλτιστη εκτίμηση του ποσού ή του εξόδου που θα απαιτηθεί για την κάλυψη της σχετικής υποχρέωσης.[6]

β) Βέβαιες υποχρεώσεις (ή ξένα κεφάλαια) είναι οι μακροπρόθεσμες και οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις.

βα) Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις είναι οι υποχρεώσεις των επιχειρήσεων για τις οποίες η προθεσμία εξόφλησης λήγει μετά το τέλος της επόμενης χρήσεως. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα μακροπρόθεσμα δάνεια (τραπεζικά και ομολογιακά) και οι λοιπές μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις π.χ. ομολογιακά δάνεια , γραμμάτια πληρωτέα.

ββ) Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις. Είναι οι υποχρεώσεις για τις οποίες η προθεσμία εξόφλησης λήγει μέχρι το τέλος της επόμενης χρήσεως.

Στην έννοια των βραχυπροθέσμων υποχρεώσεων περιλαμβάνονται οι παρακάτω υποχρεώσεις:

  • Το μέρος των μακροπροθέσμων υποχρεώσεων που λήγει στην επόμενη χρήση.
  • Βραχυπρόθεσμα δάνεια τραπεζών
  • Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις σε προμηθευτές – πιστωτές
  • Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις προς το Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς λογαριασμούς
  • Μερίσματα πληρωτέα στους μετόχους ή εταίρους
  • Δεδουλευμένα έξοδα της κλειόμενης χρήσεως κοινοποιηθέντα και καταβληθέντα την επόμενη χρήση.
  1. Κατάταξη των κεφαλαίων στο παθητικό

Επίσης τα κεφάλαια των επιχειρήσεων κατατάσσονται στο παθητικό του ισολογισμού με βάσει το «βαθμό μονιμότητας», σε διαρκή και βραχυπρόθεσμα.

Η ταξινόμηση γίνεται κατά αύξουσα τάξη του απαιτητού αυτών, των μεν ιδίων κεφαλαίων από τους μετόχους ή εταίρους των δε δανείων και των λοιπών υποχρεώσεων από τους δανειστές , τους πιστωτές, το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία και τους λοιπούς τρίτους.

Τα διαρκή κεφάλαια αποτελούνται από τα ίδια κεφάλαια και τις μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις, δηλαδή από το μετοχικό ή εταιρικό κεφάλαιο, τα διάφορα αποθεματικά (έκτακτα, αφορολόγητα), διαφορά από έκδοση μετοχών υπέρ το υπέρ το άρτιο, υπόλοιπο αποτελεσμάτων (κερδών ή ζημιών ) εις νέον , τα μακροπρόθεσμα δάνεια (τραπεζικά και ομολογιακά ) και οι λοιπές μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις π.χ. γραμμάτια πληρωτέα. Στην έννοια των διαρκών κεφαλαίων πρέπει να περιλαμβάνονται και οι προβλέψεις για κινδύνους και έξοδα των οποίων η εξόφληση προβλέπεται ότι θα γίνει μετά από ένα χρόνο και προσομοιάζει με μακροχρόνια υποχρέωση.

Βραχυπρόθεσμα κεφάλαια. Είναι οι υποχρεώσεις για τις οποίες η προθεσμία εξόφλησης λήγει μέχρι το τέλος της επόμενης χρήσεως, ως ανωτέρω παρ. 2.2.

  1. Σχέση περιουσίας και κεφαλαίου

Τα πάγια περιουσιακά στοιχεία ή ακινητοποιήσεις όπως η έννοια αυτών αναπτύσσεται ανωτέρω, αποτελούν επενδύσεις της επιχείρησης για μακροχρόνιο χρονικό διάστημα. Από τη λογική και την εμπειρία προκύπτει ότι τα πάγια περιουσιακά στοιχεία πρέπει να χρηματοδοτούνται από κεφάλαια μόνιμα και διαρκή και ιδιαιτέρως από τα ίδια κεφάλαια και συμπληρωματικά από μακροχρόνια ξένα κεφάλαια.

Τα υπόλοιπα τμήματα της περιουσίας ήτοι τα κυκλοφορούντα χρηματοδοτούνται με βραχυχρόνιο κεφάλαιο.

Όμως, ένα μέρος των διαρκών κεφαλαίων πρέπει να χρηματοδοτήσει και τον κύκλο εκμετάλλευσης της επιχείρησης. Ο κύκλος εκμετάλλευσης της επιχείρησης περιλαμβάνει τρεις διαδοχικές φάσεις της καθημερινής ζωής της επιχείρησης κατά τις οποίες χρησιμοποιούνται φυσικά αγαθά και υπηρεσίες:

ΕΦΟΔΙΑΣΜΟΣ—–ΠΑΡΑΓΩΓΗ—–ΠΩΛΗΣΕΙΣ

Το μέρος των διαρκών κεφαλαίων που χρηματοδοτεί το κύκλο εκμετάλλευσης ονομάζεται «κεφάλαιο κίνησης».

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι μια επιχείρηση είναι φερέγγυα και δεν υποκρύπτει κινδύνους όταν τα Διαρκή κεφάλαια είναι μεγαλύτερα του Πάγιου ενεργητικού.

Εάν τα πάγια περιουσιακά στοιχεία χρηματοδοτούνται με βραχυχρόνιες πιστώσεις τότε αυτές κινδυνεύουν να μετατραπούν σε «παγωμένες», για μεγάλο χρονικό διάστημα.


Η βελτίωση της χρηματοπιστωτικής κατάστασης μπορεί να επιτευχθεί είτε με καταβολή μετρητών από τους μετόχους ή εταίρους για αύξηση του μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου είτε με κεφαλαιοποίηση των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων και τη μετατροπή τους σε κεφάλαιο και των δανειστών σε μετόχους.


Για τους άνω λόγους απαιτείται όπως ένα ελάχιστο ποσό ιδίων κεφαλαίων είναι πάντοτε απαραίτητο για τη λειτουργία της επιχείρησης, γιατί αλλιώς περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό η ευκινησία της επιχείρησης και κυριαρχεί μια διαρκής αστάθεια και αβεβαιότητα.[7]

[1] Αληφαντή Γεωργίου, Ανάλυση και Κριτική Διερεύνηση Ισολογισμών, Εκδ. Διπλογραφία, Αθήνα, 2024, σελ. 172.

[2] Χρυσοκέρη Ιωαν., Ανάλυση Ισολογισμών, σελ. 195.

[3] Γκίκα Δημ., Η Ανάλυση και οι Χρήσεις των Λογιστικών Καταστάσεων, σελ. 222

[4] Χρυσοκέρη Ιωαν., Ανάλυση Ισολογισμών, σελ. 195.

[5] Τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα (Ν. 4308/2014) τους μεταβατικούς λογαριασμούς του ενεργητικού τους ενσωματώνουν στο κυκλοφορούν ενεργητικό.

[6] Ορισμός από το προσάρτημα του Ν. 4308/2014 , ΕΛΤΕ λογιστική οδηγία εφαρμογής Ν. 4308/2014, σελ. 113.

[7] Χρυσοκέρη Ιωαν. Ανάλυση Ισολογισμών, σελ. 189.

SHARE SYSTEM: